φθινόκαρπος

φθινόκαρπος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν- τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν -ο- + καρπός (πρβλ. ὠλεσί-καρπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φθινόκαρπος — having lost its fruitfulness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ՊՏՂԱԿՈՐՈՅՍ — ( ) NBH 2 0664 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. φθινόκαρπος qui fructum amisit (բայց այլոց՝ φθινοπορινόσ autumnalis, brumalis ). Որ կորուսեալ է կամ կորուսանէ զպտուղ իւր. (եւ կամ չհասուցանէ մինչ ʼի ձմեռն). *Ծառք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”